- απογέννημα
- τό1) разрешение от бремени, роды; 2) последний ребёнок, последыш
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀπογέννημα — offspring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απογέννημα — το, ατος και απογεννίδι, το το τελευταίο παιδί μιας γυναίκας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀπογεννημάτων — ἀπογέννημα offspring neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογεννήματα — ἀπογέννημα offspring neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογεννήματος — ἀπογέννημα offspring neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)